- νιχιλισμός
- Βλ. λ. μηδενισμός.
* * *ο(φιλοσ.) μηδενισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Nihilism < λατ. nihil «μηδέν»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιχιλισμός — ο (λ. λατ.), η άρνηση κάθε αξίας στο χώρο της ανθρώπινης δραστηριότητας, αλλ. μηδενισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηδενισμός ή νιχιλισμός — (nihilisme, από το λατινικό nihil = μηδέν, τίποτα). Όρος που έγινε παγκόσμια γνωστός από το μυθιστόρημα Πατέρες και παιδιά (1862) του Τουργκένιεφ, ενώ καθιερώθηκε για να χαρακτηρίσει πολλές και ποικίλες μορφές σκέψης, καθώς και την επαναστατική… … Dictionary of Greek
μηδενισμός — ο 1. η βαθμολόγηση με μηδέν: Ο κριτής τον τιμώρησε με μηδενισμό. 2. φιλοσοφική θεωρία που αρνείται όλες τις αξίες, ο νιχιλισμός: Πολιτικός μηδενισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)